ἐπίστασαι

ἐπίστασαι
ἐφίστημι
set
pres ind mp 2nd sg (ionic)
ἐπίστᾱσαι , ἐφίστημι
set
aor imperat mid 2nd sg (doric)
ἐπίσταμαι
know
pres ind mp 2nd sg
ἐπιστάζω
let fall in drops upon
aor imperat mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπιστᾶσαι — ἐφίστημι set pres part act fem nom/voc pl (ionic) ἐφίστημι set aor part act fem nom/voc pl ἐφίστημι set aor inf act (doric) ἐπιστάζω let fall in drops upon fut part act fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίστασ' — ἐπί̱στασο , ἐφίστημι set imperf ind mp 2nd sg (ionic) ἐπίστασο , ἐφίστημι set pres imperat mp 2nd sg (ionic) ἐπίστασο , ἐφίστημι set aor imperat mid 2nd sg ἐπίστασαι , ἐφίστημι set pres ind mp 2nd sg (ionic) ἐπίστᾱσαι , ἐφίστημι set aor imperat… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπόβρωτος — καρπόβρωτος, ον (Α) αυτός που έχει φαγώσιμο καρπό («ξύλον ὅ ἐπίστασαι ὅτι οὐ καρπόβρωτόν ἐστι», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βρωτός (< βιβρώσκω «τρώγω»)] …   Dictionary of Greek

  • κατείπον — κατεῑπον και κατεῑπα (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. β τού καταγορεύω*) 1. (με γεν. ή με εμπρόθ. προσδ.) κατηγορώ, καταγγέλλω κάποιον («μὴ πρὸς θεῶν ἡμῶν κατείπης», Αριστοφ.) 2. (με αιτ.) αναφέρω, ανακοινώνω, καταγγέλλω, προδίνω κάποιον ή κάτι 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”